Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εναρκτήριος λόγος

См. также в других словарях:

  • εναρκτήριος — α, ο αυτός που γίνεται, που εκτελείται ή χρησιμεύει στην έναρξη («εναρκτήριος λόγος, μάθημα») …   Dictionary of Greek

  • εισιτήριος — ο (AM εἰσιτήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το δικαίωμα εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» εισαγωγικές εξετάσεις β. «εισιτήριος λόγος» εναρκτήριος λόγος γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι»… …   Dictionary of Greek

  • εισιτήριος — α, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο ή που χρησιμεύει για είσοδο, ο εισαγωγικός: Εισιτήριες εξετάσεις για το λύκειο. 2. που γίνεται στην έναρξη χρονικής περιόδου ή για την ανάληψη αξιώματος, ο εναρκτήριος: Εισιτήριος λόγος καθηγητή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»