-
1 вступительный
вступительный 1) εισαγωγικός, εισιτήριος \вступительныйые экзамены οι εισαγωγικές εξετάσεις 2): \вступительныйое слово о εναρκτήριος λόγος* * *1) εισαγωγικός, εισιτήριοςвступи́тельные экза́мены — οι εισαγωγικές εξετάσεις
2)вступи́тельное сло́во — ο εναρκτήριος λόγος
-
2 вступительный
επ.εισαγωγικός• εναρκτήριος• αρχικός•-ое слово εναρκτήριος λόγος•
-ая часть εισαγωγή, πρόλογος•
-ые экзамены εισαγωγικές εξετάσεις•
вступительный взнос συνδρομή εγγραφής,
-
3 вступительный
вступи́тельн||ыйприл είσαγωγικός:\вступительныйые экзамены οἱ είσαγωγικές (или οἱ εἰσιτήριες) ἐξετάσεις· · \вступительный взнос τά δικαιώματα ἐγγραφής· \вступительныйое слово ὁ ἐναρκτήριος λόγος. -
4 слово
1. лингв. η λέξηзаимствованные - а τα δάνεια, ξένες - ειςсложносокращенное - συντομογραμμένη -, συντετμημένη -2. (речь) о λόγος, вступительное - εναρκτήριος -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > слово
См. также в других словарях:
εναρκτήριος — α, ο αυτός που γίνεται, που εκτελείται ή χρησιμεύει στην έναρξη («εναρκτήριος λόγος, μάθημα») … Dictionary of Greek
εισιτήριος — ο (AM εἰσιτήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το δικαίωμα εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» εισαγωγικές εξετάσεις β. «εισιτήριος λόγος» εναρκτήριος λόγος γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι»… … Dictionary of Greek
εισιτήριος — α, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο ή που χρησιμεύει για είσοδο, ο εισαγωγικός: Εισιτήριες εξετάσεις για το λύκειο. 2. που γίνεται στην έναρξη χρονικής περιόδου ή για την ανάληψη αξιώματος, ο εναρκτήριος: Εισιτήριος λόγος καθηγητή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)